- εννοιάζομαι
- заботиться, думать, беспокоиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek
έννοιασμα — ἔννοιασμα, το (Μ) [εννοιάζομαι] νόημα («ὅλες οἱ ἀρετὲς ἔχουν ἀρχήν... καὶ ἔννοιασμα ἀπὸ ἀγάπην», Άνθη Χαρίτων) … Dictionary of Greek
ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] … Dictionary of Greek
νοιάζομαι — και γνοιάζομαι 1. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, μεριμνώ, έχω έγνοια 2. έχω προβλήματα που μέ απασχολούν, ανησυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐννοιάζομαι < ἔννοια + κατάλ. ζω, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. γνοιάζομαι με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ.… … Dictionary of Greek